σκιαλύτης

σκιαλύτης
ο, Ν
τεχνολ. φωτιστική συσκευή που παρέχει έντονο και χωρίς σκιές φωτισμό και χρησιμοποιείται, κυρίως, για τον φωτισμό χειρουργείων, αλλ. σκιαλυτική λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. scialytic (< σκιά + λύνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκιαλυτικός — ή, ό, Ν [σκιαλύτης] φρ. «σκιαλυτική λυχνία» τεχνολ. ο σκιαλύτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”